φιλένθεος

φιλένθεος
-ον, Α
1. αυτός που ενθουσιάζεται εύκολα
2. θρήσκος
3. (για τον Πάνα) εραστής τής θεόπνευστης μανίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + ἔνθεος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φιλένθεον — φιλένθεος filled with divine influence masc/fem acc sg φιλένθεος filled with divine influence neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλένθεε — φιλένθεος filled with divine influence masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”